μολπαστής

μολπαστής
μολπαστής
minstrel
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μολπαστής — μολπαστής, δωρ. τ. μολπαστάς, ὁ (Α) [μολπάζω] 1. αοιδός και χορευτής 2. (κατά τον Ησύχ.) «συμπαίκτης» …   Dictionary of Greek

  • μολπαστᾷ — μολπαστής minstrel masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μολπάστρια — μολπάστρια, ἡ (Α) θηλ. τού μολπαστής*. [ΕΤΥΜΟΛ. θ. μολπασ τού μολπάζω + κατάλ. τρια (πρβλ. κολάσ τρια)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”